- Μιζούρι
- (Missouri). Τοπωνύμιο των ΗΠΑ· ορθότερη προφορά: Μισούρι (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μοντάνα — (Montana). Πολιτεία (381.086 τ.χλμ., 904.443 κάτ. το 2001) των βόρειων ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Α με τη Βόρειο και τη Νότιο Ντακότα, στα Ν με το Γουαϊόμινγκ και στα Δ με την Άινταχο. Πρωτεύουσα είναι η Χελένα (περ. 26.000 κάτ.) … Dictionary of Greek
Σαιντ Λούις — (Saint – Louis). Πόλη (396.685 κάτ.) των κεντροανατολικών ΗΠΑ, στο ανατολικό τμήμα της ομόσπονδης Πολιτείας Μιζούρι, της οποίας είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη πόλη και από οικονομική και από πολιτιστική άποψη· βρίσκεται σε θαυμάσια θέση στη … Dictionary of Greek
Γιελοουστόουν — (Yellowstone). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. 1. Ποταμός (περ. 1.600 χλμ.) στο βορειοδυτικό τμήμα της πολιτείας Γουαϊόμινγκ. Πηγάζει από τα βουνά Σοσούν και αφού διασχίσει το ομώνυμο εθνικό πάρκο και την ομώνυμη λίμνη, εκβάλλει στον ποταμό Μιζούρι, σε μικρή… … Dictionary of Greek
μιζούριον — και μιζούρι και μουζούρι και μουζούριν, τὸ (Μ) 1. δοχείο το οποίο χρησιμοποιούσαν ως μέτρο χωρητικότητας και βάρους καρπών, συνήθως δημητριακών 2. συνεκδ. μικρή ποσότητα 3. μέτρο για τη μέτρηση επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ή βεν. misura] … Dictionary of Greek
σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… … Dictionary of Greek
σού — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… … Dictionary of Greek
ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Βέμπλεν, Θορνστάιν — (Thornstein Veblen, Βάλντερς, Γουισκόνσιν 1857 – Μένλο Παρκ, Καλιφόρνια 1929). Αμερικανός οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, νορβηγικής καταγωγής. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Σικάγου και του Μιζούρι καθώς και στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών της… … Dictionary of Greek
Βραχώδη Όρη — (Rocky Mountains). Οροσειρά του δυτικού τμήματος της Βόρειας Αμερικής που διασχίζει την Αριζόνα, το Νιου Μέξικο, το Κολοράντο, τη Γιούτα, τη Νεβάδα, το Γουαϊόμινγκ, το Άινταχο, τη Μοντάνα και φτάνει έως το Γιούκον του Καναδά. Η ψηλότερη κορυφή… … Dictionary of Greek